- εξάνθρωπος
- ἐξάνθρωπος, -ον (AM)μσν.απάνθρωπος, έξω από την ανθρώπινη φύσηαρχ.1. (για επιληπτικούς) ακοινώνητος2. (για ασθένεια) αυτός που κάνει κάποιον να χάνει τις ανθρώπινες, λογικές ιδιότητες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξάνθρωπος — unsociable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάνθρωποι — ἐξάνθρωπος unsociable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
εξανθρωπίζω — (AM ἐξανθρωπίζω) [εξάνθρωπος] μσν. νεοελλ. εξημερώνω, εκπολιτίζω μσν. παθ. 1. πεθαίνω («ἐάν ἐξανθρωπισθῶ ἀποτουνῡν νὰ μὲ ἐνταφιάσει ἡ ἐμὴ γυνή», διαθήκη 15ου αιώνα) 2. (για ζώα) αποκτώ ανθρώπινες ιδιότητες αρχ. 1. κάνω κάτι προσιτό ή κατάλληλο… … Dictionary of Greek